πολύπλοκον

πολύπλοκον
πολύπλοκος
tangled
masc/fem acc sg
πολύπλοκος
tangled
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύπλοκος — η, ο / πολύπλοκος, ον, ΝΜΑ 1. πολυσύνθετος, περίπλοκος 2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος 3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ. β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ. γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”